Παρασκευή 31 Μαΐου 2013


 

Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.

Οδυσσέας Ελύτης-Το Μονόγραμμα

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

ΛΑΤΙΝΙΚΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ


ΚΕΙΜΕΝΟ   8ο        ΟΤΑΝ ΒΓΕΙΣ ΣΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΠΑΡΕ ΜΑΖΙ ΣΟΥ ΜΟΛΥΒΙ ΚΑΙ ΧΑΡΤΙ


            Την παρακάτω επιστολή την απευθύνει ο Πλίνιος ο νεότερος στο φίλο του τον ιστορικό Κορνήλιο Τάκιτο. Και οι δυο τους γεννήθηκαν γύρω στο 60 μ.χ. και πέθαναν μετά το 113 μ.χ. Ο Πλίνιος διηγείται πως πιάστηκαν στα δίχτυα του τρία αγριογούρουνα την ώρα που ο  ίδιος, αντί να νοιάζεται για το κυνήγι, χάραζε τις σκέψεις του στις πλάκες ( cerae, pugillares) με τη γραφίδα ( stillus). Η επιστολή ανοίγει με τη στερεότυπη φράση Gaius  Plinius Cornelio Tacito suo salutem (εν. Dicit ) = Ο Γάϊος Πλίνιος στέλνει τις ευχές του στο φίλο του Κορνήλιο Τάκιτο, και τελειώνει με τον επίσης στερεότυπο χαιρετισμό vale = υγίαινε, γειά σου !


Gaius Plinius Cornelio Tacito suo salutem. Ridebis. Ego tres apros feroces cepi. << Ipse ? >> interrogabis. Ipse. Ad retia sedebam ; erat in proximo non venabulum sed  stilus et pugillares ; cogitabam aliquid enotabamque ; etsi retia vacua, plenas tamen ceras habebam. Silvae et solitudo sunt magna incitamenta cogitationis. Cum in venationibus eris. Licebit tibi quoque pugillares adportare : videbis non Dianam in montibus sed Minervam errare. Vale !